- πορνογράφημα
- το, -ατοςλογοτέχνημα, θέαμα κτλ. πορνικής υπόθεσης: Απαγορεύεται η κυκλοφορία των πορνογραφημάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πορνογράφημα — το, Ν δημοσίευμα με άσεμνο περιεχόμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορνογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Σκριπ] … Dictionary of Greek
πορνό — το άκλ., η πορνογραφία, το πορνογράφημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)